δορύκνιο

δορύκνιο
το (Α δορύκνιον)
το φυτό στρύχνο το μανικό
αρχ.
1. το φαρμακευτικό φυτό περιαλλόκαυλο το ελαιόφυλλο
2. το φυτό μελισσόφυλλο, μελισσόχορτο
3. το ποώδες φυτό πύρεθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νευράς — η (Α νευράς, άδος) νεοελλ. ανατ. παλαιά ονομασία τού νευρώνα αρχ. 1. το θαμνώδες φυτό ποτήριο 2. το φυτό δορύκνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. άς (πρβλ. ιππ άς, συκ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πετροτριφύλλι — το, Ν το φυτό δορύκνιο το πεντάφυλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”